κοσμητηρ

κοσμητηρ
    κοσμητήρ
    -ῆρος ὅ Plut. = κοσμητής См. κοσμητης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κοσμητηρ" в других словарях:

  • κοσμητήρ — κοσμητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) [κοσμώ] 1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός 2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα 3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο …   Dictionary of Greek

  • κοσμητῆρα — κοσμητήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητῆρας — κοσμητήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • κοσμήτειρα — κοσμήτειρα, ἡ (Α) βλ. κοσμητήρ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»